- διάτονος
- -η, -ο (AM διάτονος, -ον) [διατείνω]1. αυτός που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή πέτρα ώς την τελευταία2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτονοςτο δοκάρι που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, διατόνιαρχ.1. έντονος, σφοδρός, ορμητικός2. (για φωνή) διαπεραστικός3. μουσ. αυτός που ακολουθεί τη διατονική κλίμακα.
Dictionary of Greek. 2013.